ἱππούραιον

ἱππούραιον
ἱππούρ-αιον, τό,= ἵππουρος,
A horse-tail, Arat.438.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἱππούραια — ἱππούραιον horse tail neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππούραιο — το (Α ἱππούραιον) νεοελλ. σύνολο κλωσμάτων παλιού άχρηστου σχοινιού δεμένων στην άκρη σχοινένιας λαβής σαν αλογοουρά, το οποίο χρησίμευε παλιότερα στο σφουγγάρισμα και στο στέγνωμα τών καταστρωμάτων τών πλοίων, κν. παπάδι ή παπάζι αρχ. η ουρά τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”